- καλοφέγγω
- 1. φέγγω καλά, φωτίζω αρκετά2. (ως απρόσ.) καλοφέγγεια) υπάρχει αρκετό φωςβ) (για την αυγή) ξημερώνει, φέγγει καλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοφέγγω — καλόφεξα, φέγγω καλά: Έφυγε προτού να καλοφέξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)